- πυράμινος
- πῡράμῐνος [ᾰ], η, ον, ([etym.] πυρός) poet. for πύρινος, as κριθάμινος for κρίθινος,A wheaten,
ἀθέρες Hes.Fr.117
;ἄλευρα Polyaen.4.3.32
; cf. σπυραμινός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀθέρες Hes.Fr.117
;ἄλευρα Polyaen.4.3.32
; cf. σπυραμινός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυράμινος — και σπυράμενος, η, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί τού πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ άμινος, σησ άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)] … Dictionary of Greek
πυραμίνων — πυράμινος wheaten fem gen pl πυράμινος wheaten masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμίνους — πυράμινος wheaten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυράμινος — η, ον, Α βλ. πυράμινος … Dictionary of Greek